Χιογενης

Χιογενης
    Χιογενής
    Χῑο-γενής
    2
    родом из Хиоса, хиосский
    

Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Χιογενης" в других словарях:

  • χιογενής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας ερεικίδες μσν. αρχ. (για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Χιογενῆ — Χῑογενῆ , Χιογενής of Chian growth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Χῑογενῆ , Χιογενής of Chian growth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Χῑογενῆ , Χιογενής of Chian growth masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»